εξαγγλίζω

εξαγγλίζω
1. κάνω κάποιον Άγγλο ή μεταβάλλω κάτι σε αγγλικό
2. (για λέξεις) σε λέξεις άλλης γλώσσας δίνω μορφή και κλίση αγγλική
3. μεταφράζω κάτι στα Αγγλικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξαγγλισμός — ο 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαγγλίζω, μεταβολή κάποιου σε Άγγλο ή ενός πράγματος σε αγγλικό 2. μετάφραση στα Αγγλικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”